- οιοβώτας
- οἰοβώτας, ὁ (Α)(ποιητ. τ.)1. αυτός που τρέφεται, που βόσκει μόνος του2. μτφ. (για τον Αίαντα) αυτός που περιπλανιέται μόνος («νῡν δ' αὖ φρενὸς οἰοβώτας φίλοις μέγα πένθος ηὕρηται», Σοφ.)3. (κατά το λεξ. Σούδα) «οἰοβώτης, αὐθαίρετος, ὡς ἂν εἴπη τις αὐτὸς ἑαυτοῡ τὴν διάνοιαν βόσκων καὶ μηδενὶ πειθόμενος, μονότροπος, μεμονωμένος, τῷ λογισμῷ μονωθείς».[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + -βώτης / -βώτᾱς (< βόσκω), πρβλ. ιππο-βώτης].
Dictionary of Greek. 2013.